- Δασύλλιος
- Δασσύλιος, ο (Α) [δασύς](προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που δασύνει, που κάνει να φουντώνουν τα αμπέλια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Δασύλλιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δασύλλιον — Δασύλλιος masc/fem acc sg Δασύλλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Dasyllivs — DASYLLIVS, i, Gr. Δασύλλιος, ου, ein Beynamen des Bacchus, unter welchem ihn die zu Megara verehreten. Pausan. Att. c. 43. p. 81 … Gründliches mythologisches Lexikon
δασύς — εία, ύ και δασός, ιά, ό (AM δασύς, εῑα, ύ) 1. 1. τριχωτός, μαλλιαρός 2. πυκνός 3. (για φυτά) πυκνόφυλλος, φουντωτός 4. (για τόπους) θαμνώδης, με πυκνή βλάστηση 5. (για φθόγγους και λέξεις) αυτός που προφέρεται και γράφεται με δασύ πνεύμα, με… … Dictionary of Greek